
Tα Τρία Γουρουνάκια ζούσαν στην Γουρουνούπολη. Οι πρόγονοί τους τούς είχαν μάθει να μη φτιάχνουν ποτέ τα σπιτάκια τους από άχυρο, ξύλα, ούτε καν τούβλα, αν ήθελαν να γλιτώσουν από τον λύκο. Δεν αρκούσε μόνο το υλικό που χρησιμοποιούσαν για να χτίσουν τα σπίτια τους, ήταν επίσης σημαντικό να τα φτιάξουν σε ένα ασφαλές μέρος. Έτσι, σχεδίαζαν πιο γερά σπίτια, σε καλύτερα σημεία. Δυστυχώς για τα γουρουνάκια, αυτό δεν σταμάτησε τον λύκο από το να προσπαθήσει να τα φάει.

Καθένα από τα Τρία Γουρουνάκια είχε διαφορετική ιδέα για το τι είναι ένα ασφαλές σπίτι. Το Γουρουνάκι του Νερού πίστευε πως το πιο ασφαλές ήταν να μετακομίσουν στη λίμνη επειδή οι λύκοι σιχαίνονται το νερό. Το Γουρουνάκι των Δέντρων πίστευε πως το πιο ασφαλές ήταν να βρίσκονται ψηλότερα από το έδαφος, στις κορυφές των δέντρων, όπου ο λύκος δεν έφτανε. Το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας πίστευε πως ήταν πιο ασφαλές να μεταφέρουν την Γουρουνούπολη κάτω από το έδαφος, όπου δεν θα τους απειλούσαν οι λύκοι και οι ανεμοστρόβιλοι. Τα γουρουνάκια δεν είχαν ζήσει ποτέ τους ανεμοστρόβιλο, ούτε βρίσκονταν σε κάποια περιοχή όπου εμφανίζονταν ανεμοστρόβιλοι, αλλά το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας τους φοβόταν πολύ. Κι έτσι τα Τρία Γουρουνάκια άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο έχτιζαν τα σπίτια στη Γουρουνούπολη, επειδή το καθένα πίστευε πολύ στην ιδέα του για το που είναι καλύτερα να ζουν.
Για το Γουρουνάκι του Νερού, ήταν η πρώτη μέρα στο καραβόσπιτό του. Ήταν ένα απλό, ξύλινο σπιτάκι και όλη του η ηλεκτρική ενέργεια προερχόταν από ανεμογεννήτριες. Οι ανεμογεννήτριες παρείχαν όλο το ρεύμα αλλά και όλη την ισχύ που χρειαζόταν ο κινητήρας. Του άρεσε πολύ το καινούργιο του σπιτάκι, παρόλο που το έβρισκε αρκετά μικρό και στενόχωρο. Δεν μπορούσε να καθαρίσει τα παράθυρα απ’ έξω επειδή δεν υπήρχε στεριά για να πατήσει. Επίσης δεν μπορούσε να κάνει πάρτι στον κήπο για τα γενέθλιά του, που ήταν σε λίγο καιρό. Αλλά ένιωθε ασφαλής από τον λύκο.

Το Γουρουνάκι του Νερού είχε μόλις βάψει το εσωτερικό του σπιτιού του. Ξάπλωσε στο ασφαλές κρεβάτι του, που ακουμπούσε και τις δύο άκρες του σπιτιού του, χτυπώντας τη μπάλα του στον τοίχο. Η μπάλα σύντομα πετάχτηκε από το παράθυρο και χάθηκε κάνοντας ένα σπλατς στο νερό.
Άρχισε τότε να παίζει με το αμπαζούρ δίπλα από το κρεβάτι του μέχρι που αυτό έπεσε και η πορσελάνινη βάση έσπασε. Τότε κάθισε το κρεβάτι. Τα πόδια του χτυπούσαν το ξύλινο πάτωμα. Χτυπούσαν. Ίσως το σπίτι του να ήταν κάπως πολύ μικρό για ένα υπερκινητικό γουρουνάκι σαν αυτόν. Και τότε άκουσε την τρομακτική φωνή, να έρχεται από την όχθη…

«Γουρουνάκι, γουρουνάκι, έλα πίσω στη στεριά, για να μπω μες στο σπιτάκι» είπε ο λύκος.
Το Γουρουνάκι του Νερού απάντησε, «Όχι! Ποτέ! Ποτέ των ποτών!»
«Τότε θα φυσήξω και θα ξεφυσήξω και θα το ρίξω το σπιτάκι σου». Κι έτσι ο λύκος φύσηξε και ξεφύσηξε και φυσούσε και φυσούσε. Το σπιτάκι δεν έπεσε. Ούτε που κουνήθηκε. Μάλιστα, το νερό ανάμεσά τους δεν σήκωσε ούτε ένα κυματάκι.
Το Γουρουνάκι του Νερού σήκωσε τα χέρια του ψηλά και είπε: «Ναι! Το ήξερα ότι θα ήμουν ασφαλής! Πρέπει να το πω και στα δύο άλλα γουρουνάκια».
Παρόλο που το Γουρουνάκι του Νερού είχε φανεί πολύ έξυπνο και δημιουργικό όταν έχτιζε το καινούργιο του νερόσπιτο, ο λύκος ήταν εξυπνότερος. Ο λύκος γνώριζε για την ξηρασία που ερχόταν, και απλωνόταν σε όλη τη χώρα. Γνώριζε ότι ήταν θέμα χρόνου να χαθεί όλο το νερό γύρω από το γουρουνάκι. Ο λύκος περίμενε υπομονετικά στην άκρη της όχθης. Με κάθε μέρα που περνούσε το έδαφος γινόταν όλο και πιο ξηρό μέχρι που δεν υπήρχε ούτε ίχνος εύφορου εδάφους. Και βέβαια, λίγο αργότερα, το καραβόσπιτο του Μικρού Γουρουνιού του Νερού βρισκόταν πάνω σε ξηρό, σκασμένο έδαφος.
Τότε πια, ο λύκος πέθαινε της πείνας και έτρεξε προς το Γουρουνάκι του Νερού για το επόμενο γεύμα του. Το Γουρουνάκι του Νερού πήδηξε από το παράθυρο και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τρέξουν τα κοντά του ποδαράκια μέχρι το σπιτάκι του Μικρού Γουρουνιού των Δέντρων, που και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να είχε επιλέξει ένα δέντρο που να βρίσκεται πιο μακριά από τη λίμνη.
Το Γουρουνάκι των Δέντρων στεκόταν κάτω από το δεντροσπιτάκι του, που ήταν χτισμένο ανάμεσα σε ψηλά πεύκα και ένα έλατο. Κοιτάζοντας επάνω, είδε ένα φύλλο να πέφτει, και λικνίζεται σιγανά πέρα δώθε καθώς έπεφτε αργά. Προσγειώθηκε με χάρη στο έδαφος. Το Γουρουνάκι το τσαλάκωσε και το έριξε στον κάδο της ανακύκλωσης. Ένα δεύτερο φύλλο άρχισε να πέφτει, αλλά το έπιασε προτού προσγειωθεί, και το πέταξε. Ένιωθε υπέροχα που κατάφερνε να πιάνει και να μαζεύει τα φύλλα καθώς έπεφταν. Τότε σκέφτηκε ότι αυτή την τελειομανία εννοούσε το Γουρουνάκι του Νερού. Έτσι, κλότσησε τον κάδο και τον έριξε και σκόρπισε τα φύλλα. Κρατήθηκε να μην τα ξαναμαζέψει και σκαρφάλωσε στο δεντροσπιτάκι του όπου είχε δημιουργήσει έναν χώρο για τους καλύτερούς του φίλους, τις μέλισσες. Από την κορυφή, το Γουρουνάκι των Δέντρων μπορούσε να δει όλες τις επικίνδυνες καταστάσεις, παρόλο που δεν είχε δει τίποτα ακόμα. Μέχρι σήμερα.
Είδε τον λύκο να κυνηγάει κάτι. Μα, ήταν το Γουρουνάκι του Νερού; Έριξε την ανεμόσκαλά του και περίμενε το Γουρουνάκι του Νερού, που ήρθε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.Το Γουρουνάκι του Νερού άρπαξε την ανεμόσκαλα και ανέβηκε βιαστικά. Τράβηξαν επάνω τη σκάλα προτού προλάβει να ανέβει και ο λύκος. Ήταν ασφαλείς!
Τώρα ο λύκος ήταν θυμωμένος. Ταρακούνησε τη βάση του δέντρου, «Μη νομίζετε πως θα μου ξεφύγετε». Τα γουρουνάκια κρατιόντουσαν σφιχτά από τα κλαδιά καθώς το δέντρο κουνιόταν. Μία κυψέλη έπεσε από το κλαδί από πάνω τους και άρχισε να κατρακυλάει προς τα κάτω, μέχρι το έδαφος. Ο λύκος άνοιξε το καλάθι του, άρπαξε την κυψέλη μαζί με όλες τις αγριεμένες μέλισσες και τις έκλεισε μέσα.
Το Γουρουνάκι των Δέντρων φώναξε, «Αυτές οι μέλισσες είναι δικές μας!»
Μα αυτό δεν ένοιαζε τον λύκο. Χαμογέλασε με κακία και φώναξε στα Δύο Γουρουνάκια, «Γουρουνάκια, γουρουνάκια, αφήστε με ν’ ανέβω, αλλιώς θα φυσήξω και θα ξεφυσήξω και θα ρίξω το σπιτάκι σας».
Τα γουρουνάκια είπαν, «Όχι! Ποτέ! Ποτέ των ποτών!»
Τα γουρουνάκια ήταν έξυπνα, αλλά ο λύκος εξυπνότερος. Χρησιμοποίησε έναν μεγεθυντικό φακό, το φως του ήλιου και τα ξερά κλαράκια που είχαν πέσει στο δάσος για να δημιουργήσει μια λεπτή φλόγα, και μετά φύσηξε και ξεφύσηξε. Με ένα τελικό φύσημα, φύσηξε δυνατά στον καπνό και έτσι ξεκίνησε μια ξέφρενη και ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Τα γουρουνάκια ούρλιαξαν και έφυγαν από το δέντρο και μακριά από το δάσος. Έτρεχαν στις μύτες των οπλών τους μέσα από πυκνούς καπνούς και μακριά από τον λύκο, στο Γουρουνάκι Τυφλοπόντικα.
Κάτω από το έδαφος, το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας άκουσε τις φωνές των γουρουνιών μέσα από τα τριξίματα της φωτιάς και τα ραπίσματα απ’ τις φλόγες.
The Two Little Pigs went underground to Little Mole Pig, out of breath and out of danger. Little Mole Pig was smiling. His house had survived the drought and the fire.
Άνοιξε με περιέργεια την πόρτα της καταπακτής του, που οδηγούσε έξω, στον επικίνδυνο κόσμο, έριξε μια ματιά πάνω από το μουσούδι του και είδε τα δύο γουρουνάκια να τρέχουν για να ξεφύγουν από τη φωτιά και το λύκο προς την πόρτα του Μικρού Γουρουνιού Τυφλοπόντικα. Το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας είδε ένα ψηλό δέντρο που καιγόταν, που έμοιαζε να πέφτει σε αργή κίνηση. Τους φώναξε: «Προσέξτε!». Το δέντρο προσγειώθηκε με έναν γδούπο. Τα γουρουνάκια δεν το απέφυγαν εντελώς. Τους καψάλισε τις τρίχες της ουράς, αλλά τίποτα παραπάνω. Το πεσμένο δέντρο επίσης κατάφερε να τα χωρίσει από τον λύκο.
«Ουφ!» αναφώνησαν. «Παρά τρίχα».
Τα Δύο Γουρουνάκια χωθήκαν κάτω από τη γη, με το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικα, λαχανιασμένα και εκτός κινδύνου. Το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας χαμογελούσε. Το σπιτάκι του είχε επιβιώσει από την ξηρασία και τη φωτιά.
Πίσω στις φλεγόμενες πύλες της Γουρουνούπολης, το Σοφό Γουρουνάκι και τα Γκρινιάρικα Γουρουνάκια 1 και 2 είχαν μείνει άφωνα και κοίταζαν τις φλόγες που εξαπλώνονταν από δέντρο σε δέντρο.
Σκόπευαν να σώσουν τα γουρουνάκια από τον κακό λύκο, αλλά αντί γι’ αυτό είχαν έρθει αντιμέτωποι με μια πυρκαγιά. Δεν μπορούσαν να σώσουν τα γουρουνάκια από κάτι πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο από τον εαυτό τους. Ο Κουέλιν είπε ήρεμα, «Ήρθαμε εδώ για να σώσουμε τα γουρουνάκια, ας τα σώσουμε λοιπόν».
Η ομάδα προχώρησε προσεκτικά μέσα από τα μέρη του δάσους που δεν καίγονταν ήδη. Πίσω από το στρώμα καπνού, είδαν δύο φιγούρες να τρέχουν στις μύτες των οπλών τους.
«Να τα!» είπε το Σοφό Γουρουνάκι.
«Είναι πολύ δύσκολο με τόσο καπνό να δούμε αρκετά μακριά», είπε ο Γέρο-Ντιν.
Ακολούθησαν τα Δύο Γουρουνάκια, με τα σκούτερ τους να σπάνε τα ξερά κλαδιά και τα φύλλα. Κι ύστερα σταμάτησαν απότομα όταν είδαν τον λύκο να στέκεται πάνω από την καταπακτή.
Βλέποντας τον μεγάλο, κακό λύκο, το Σοφό Γουρουνάκι δεν ένιωθε το ίδιο γενναίο με πριν. Άρχισε να αμφιβάλλει για τον εαυτό του. Η Ρουμπίνη κατάλαβε την αγωνία του και είπε: «Ήρθαμε για να σώσουμε τα γουρουνάκια, ας τα σώσουμε, λοιπόν!» Την κοίταξε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Όλοι έκαναν το ίδιο, έβαλαν πρώτη και έστριψαν τα σκούτερ τους ώστε να βρεθούν αντιμέτωποι με το πρόβλημά τους.
Περικύκλωσαν τον λύκο. Το Γκρινιάρικο Γουρουνάκι 1 είπε, «Χα! Δεν έχεις να πας πουθενά, Λύκε». Και ύστερα από αυτό, ο λύκος πήδηξε πάνω από τα κεφάλια τους και χάθηκε μέσα στους καπνούς στο δάσος.
Απλώθηκε μια εκκωφαντική σιωπή. Ο Προβοσκίδας, που πάντοτε ανησυχούσε εύκολα, φώναξε, «Αχ, όχι! Έπρεπε να τον πιάσουμε! Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Θα κάνουμε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε», είπε ο Κουέλιν. «Ο λύκος μπορεί να μας ξέφυγε, αλλά θα ξαναγυρίσει, οπότε πρέπει να τον πιάσουμε».
«Καλύτερα να μπούμε μέσα», είπε η Ρουμπίνη, δείχνοντας το υπόγειο σπιτάκι του Μικρού Γουρουνιού Τυφλοπόντικα: «Ελάτε λοιπόν. Κουνηθείτε!»

Στο υπόγειο, τα Τρία Γουρουνάκια έπιναν μαύρο τσάι και έτρωγαν κέικ όταν ξαφνικά, άνοιξε η καταπακτή. Μπήκαν μέσα εφτά άγνωστοι γέροι και το τεράστιο κεφάλι ενός ελέφαντα. Το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας κράτησε το σπρέι για τα έντομα στο ένα χέρι και έναν αναπτήρα στο άλλο, «Δεν φοβάμαι να χρησιμοποιήσω αυτό το εύφλεκτο σπρέι αν δεν φύγετε».
Τα Τρία Γουρουνάκια δεν είχαν συναντήσει ποτέ τους προ-πάππους τους, τα Τρία Γέρικα Γουρουνάκια, κι έτσι χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να καταλάβουν αυτό που τους εξηγούσαν. Μόνο τότε άφησε το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας το σπρέι και τους προσέφερε ένα κομμάτι τούρτα Μπλακ Φόρεστ.
Το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας, που παραξενεύτηκε από την καλοσύνη των Γέρικων Γουρουνιών, είπε με το στόμα γεμάτο τούρτα, «Γιατί είναι τόσο σημαντική η ζωή μας που βάλατε σε κίνδυνο τη δική σας ώστε να μας σώσετε από τον λύκο;»
«Ξέρουμε πώς είναι ο φόβος. Ξέρουμε πώς είναι να ζεις χωρίς να ξέρεις αν θα δεις την επόμενη πανσέληνο. Όλοι θα έπρεπε να νιώθουν ασφαλείς και προστατευμένοι. Όλοι θα έπρεπε να νιώθουν ελεύθεροι από τον φόβο. Όλοι θα έπρεπε να έχουν ένα ασφαλές σπίτι για να ζήσουν. Στην εποχή μας, κανείς δεν ήξερε πώς να μας βοηθήσει. Σήμερα όμως, ο κόσμος γνωρίζει περισσότερα πράγματα για τα προβλήματά του» είπε το Σοφό Γουρουνάκι.
Και πάλι, ο Προβοσκίδας προσπάθησε να περάσει κάτι περισσότερο από τον λαιμό του μέσα από την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το Γουρουνάκι Τυφλοπόντικας του είπε, «Φίλε μου, δεν είχα στο μυαλό μου ελέφαντες όταν έφτιαξα το σπίτι μου» και γέλασαν όλοι.
